σκουλήκια

σκουλήκια
Ονομασία που δε χρησιμοποιείται πια στη σύγχρονη συστηματική, και υποδηλώνει ζώα με επίμηκες σώμα, μαλακή σύσταση και χωρίς άκρα. Σήμερα, οι οργανισμοί αυτοί, επειδή δεν έχουν ιδιαίτερα κοινά χαρακτηριστικά, είναι ταξινομημένοι σε τρεις τύπους: ανελλίδες, νηματέλμινθες και πλατυέλμινθες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκουλήκι — το / σκουλήκιν, ΝΜ ζώο με μαλακό επίμηκες, ασπόνδυλο και συσταλτό σώμα, χωρίς σκελετό και άκρα, ο σκώληκας (α. «το σκουλήκι που φωλιάζει εις τον κορμόν τού δένδρου», Καρκβ. β. «σκουλήκια νὰ τὸ φάσιν», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. ζωολ. α) γενική κοινή… …   Dictionary of Greek

  • έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • αγριόπαπια — Είδος χηνομόρφων πτηνών της οικογένειας των ανατιδών. Την ίδια ονομασία έχουν και άλλα συγγενικά είδη που ανήκουν κυρίως στο ίδιο γένος (νήσσα). Το σώμα τους έχει μήκος γύρω στα 0,5 μ. Το βάρος τους είναι περίπου 1 1,5 κιλό. Χαρακτηρίζονται από… …   Dictionary of Greek

  • αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… …   Dictionary of Greek

  • ολοσκωληκόβρωτος — ὁλοσκωληκόβρωτος, ον (Α) αυτός που καταφαγώθηκε από τα σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σκωληκόβρωτος «αυτός που φαγώθηκε από σκουλήκια»] …   Dictionary of Greek

  • παρασιτολογία — Η επιστήμη που μελετά τα παράσιτα του ανθρώπου, των ζώων και των φυτών, όπως επίσης και τα κατάλληλα μέτρα για την καταστροφή τους και την αποφυγή των νοσημάτων που προκαλούν. Η π. μελετά τα παράσιτα από άποψη ταξινόμησής τους στο ζωικό βασίλειο …   Dictionary of Greek

  • σαλαμάνδρα — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα αμφίβια της τάξης των ουροδελών, που ανήκουν σε διαφορετικές υποτάξεις και οικογένειες. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην οικογένεια των Σαλαμανδριδών· τυπικό δείγμα είναι η μαύρη και η κίτρινη σ (sala… …   Dictionary of Greek

  • σκουληκιάζω — Ν [σκουλήκι] γεμίζω σκουλήκια ή κατατρώγομαι από σκουλήκια (α. «μάς έφερε να φάμε σκουληκιασμένα σύκα» β. «σκουλήκιασε το τυρί») …   Dictionary of Greek

  • σκουληκιάρης — α, ικο, Ν αυτός που έχει προσβληθεί από σκουλήκια, που είναι γεμάτος σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουλήκι + κατάλ. ιάρης (πρβλ. γκριν ιάρης, ψωρ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • σκουληκοφάγωμα — το, Ν 1. διάβρωση που προκαλούν τα σκουλήκια 2. μέρος που έχει φαγωθεί, που έχει καταστραφεί από σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουλήκι + φάγωμα (πρβλ. ποντικο φάγωμα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”